- θεοφύτευτος
- θεοφύτευτος και θεόφυτος, -ον (Μ) [θεοφυτεύομαι]ο φυτεμένος από τον θεό («θεοφύτευτον βλάστημα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
богонасаженыи — (1*) пр. Божественный, насажденный богом: раи б҃онасаженыи. прозѩба˫а всѩко плодье. бесм҃рти˫а. (ϑεοφύτευτος) ФСт XIV, 158б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek